- τριγλοφόρος
- τριγλοφόρος, ον,A bearing mullets, τ. χιτών a net for catching them, AP6.11 ([place name] Satyrius).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τριγλοφόρος — ον, Α 1. αυτός που φέρει τρίγλες, που έχει μπαρμπούνια 2. φρ. «τριγλοφόρος χιτών» δίχτυ για αλιεία τρίγλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίγλη «μπαρμπούνι» + φόρος*] … Dictionary of Greek
τριγλοφόρους — τριγλοφόρος bearing mullets masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)